- ξελακκώνω
- και ξελακκούνω και ξελακκίζωανοίγω λάκκο γύρω από κορμό δένδρου ή θάμνου για λίπανση και για πότισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε)-* + λάκκος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξελακκώνω — ξελάκκωσα, ξελακκώθηκα, ξελακκωμένος, ανοίγω λάκκο γύρω από τη ρίζα δέντρου ή φυτού: Ξελακκώσαμε τ αμπέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξελάκκωμα — και ξελάκκισμα, το [ξελακκώνω / ξελακκίζω] 1. άνοιγμα λάκκων γύρω από τη ρίζα φυτού για το πότισμα ή για τη λίπανση του 2. μεταφορά τών ποιμνίων από τις πεδινές εκτάσεις στις ορεινές βοσκές για την άνοιξη και το καλοκαίρι … Dictionary of Greek
ξελακκίζω — βλ. ξελακκώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)